Πέντε χρόνια μετά την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού, το τοπίο παραμένει θολό όσον αφορά την ακριβή προέλευση του ιού και τον τρόπο με τον οποίο μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Παρά τις συνεχείς έρευνες και τις ανακοινώσεις από αμερικανικές και κινεζικές υπηρεσίες, καμία πλευρά δεν έχει δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση για την πηγή της πανδημίας.
Στις 27 Ιανουαρίου, η CIA εξέδωσε μια ανακοίνωση, υποστηρίζοντας ότι ο κορονοϊός πιθανότατα δημιουργήθηκε σε κάποιο εργαστήριο στην Κίνα. Ωστόσο, η υπηρεσία προσδιόρισε την εκτίμηση αυτή με τη φράση «χαμηλή βεβαιότητα», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να πρόκειται για φυσική μετάδοση. Αυτή η δήλωση προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Κίνας, η οποία δήλωσε πως είναι «εξαιρετικά απίθανο» ο ιός να προήλθε από διαρροή εργαστηρίου. Η Μάο Νινγκ, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, υπογράμμισε ότι το επιστημονικό συμπέρασμα της κοινής ομάδας εμπειρογνωμόνων της Κίνας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), μετά από επιτόπιες επισκέψεις στα εργαστήρια της Γουχάν, είναι ότι η διαρροή από εργαστήριο θεωρείται πολύ απίθανη.
Η Κίνα επέμεινε στην αρνητική της θέση και δύο εβδομάδες αργότερα, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών επανήλθε στο θέμα, επιβεβαιώνοντας ότι το Ινστιτούτο Ιολογίας της Γουχάν δεν είχε εμπλακεί στη δημιουργία ή διαρροή του κορονοϊού. Επιπλέον, τόνισε ότι το ινστιτούτο δεν είχε διεξάγει έρευνες Gain-of-function σε κορονοϊούς, μια τεχνική που περιλαμβάνει τη γενετική τροποποίηση ιών για την κατανόηση των μηχανισμών τους.
Η CIA, από την πλευρά της, διατήρησε για πολλά χρόνια επιφυλάξεις σχετικά με την προέλευση του κορονοϊού, αν και φαίνεται πως η στάση της έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ιδίως υπό την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Ο πρώην διευθυντής της CIA, Ουίλιαμ Μπερνς, φέρεται να ζήτησε από τους αναλυτές και επιστήμονες της υπηρεσίας να καταλήξουν σε πιο σαφή συμπεράσματα, τονίζοντας τη σημασία της υπόθεσης για την παγκόσμια κοινότητα και την ιστορία της πανδημίας.