Μύθος αποδεικνύεται τελικά η πεποίθηση ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται καλύτερα από τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), όταν συγκρίνονται εργαζόμενοι με αντίστοιχα χαρακτηριστικά (εκπαίδευση, εμπειρία, ηλικία), οι αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα είναι υψηλότερες κατά 15,8% έως 18,6%.
Αν και ο μέσος καθαρός μισθός στον δημόσιο τομέα το 2023 ήταν 8% υψηλότερος από του ιδιωτικού (1.179,3 ευρώ έναντι 1.090 ευρώ), η σύγκριση αλλοιώνεται από την ύπαρξη 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, που δεν ισχύει στον δημόσιο. Υπολογίζοντας τα πραγματικά ετήσια εισοδήματα, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι βγαίνουν κερδισμένοι.
Η βασική ελκυστικότητα του δημόσιου τομέα πλέον εντοπίζεται στην εργασιακή σταθερότητα και τη μονιμότητα, στοιχεία που προσφέρουν ασφάλεια αλλά όχι απαραίτητα καλύτερες οικονομικές απολαβές.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα καταγράφει σημαντικά χαμηλό κόστος εργασίας. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024 το ωριαίο κόστος εργασίας ήταν 16,7 ευρώ, περίπου 50% χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 33,5 ευρώ. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στις τελευταίες θέσεις, μπροστά από χώρες όπως η Βουλγαρία (10,6 ευρώ) και η Ρουμανία (12,5 ευρώ), αλλά πολύ πίσω από τις κεντρικές και βόρειες ευρωπαϊκές χώρες.
Η σύγκριση με χώρες όπως το Λουξεμβούργο (55,2 ευρώ), την Ιταλία (30,9 ευρώ) και την Ισπανία (25,5 ευρώ) καταδεικνύει την υστέρηση της Ελλάδας όχι μόνο στις αμοιβές, αλλά και στη συνολική ανταγωνιστικότητα.
Τα στοιχεία του ΚΕΠΕ φωτίζουν ότι το πραγματικό πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας δεν είναι ποιος τομέας πληρώνει καλύτερα, αλλά το χαμηλό επίπεδο συνολικών αποδοχών και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, που κρατούν την Ελλάδα πίσω σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους της.