Η έφεση του πρώην γερουσιαστή, Μπομπ Μενέντεζ, κατά της καταδικαστικής απόφασης για διαφθορά απορρίφθηκε από το δικαστήριο, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί η καταδίκη του για τις κατηγορίες που του είχαν απαγγελθεί.
Ο Μενέντεζ, ο οποίος υπηρέτησε ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ, υποστήριξε ότι η απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί λόγω της αθέμιτης εξέτασης συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων από τους ένορκους κατά τη διάρκεια της σύσκεψης για την έκδοση της ετυμηγορίας τους.
Η απόφαση του δικαστή Σίντνεϊ Στάιν απορρίπτει την έφεση και ανοίγει τον δρόμο για την ανακοίνωση της ποινής, η οποία αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 29 Ιανουαρίου. Η υπόθεση είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση, καθώς ο Μενέντεζ ήταν από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς της χώρας, έχοντας υπηρετήσει για πολλά χρόνια στη Γερουσία και παίζοντας κρίσιμο ρόλο σε εξωτερικές πολιτικές υποθέσεις.
Η υπόθεση αφορούσε τη φερόμενη δωροδοκία του Μενέντεζ, ο οποίος φέρεται να είχε δεχτεί παράνομες χρηματικές δωρεές και άλλες παροχές από έναν επιχειρηματία, με αντάλλαγμα την άσκηση επιρροής για την εξασφάλιση στρατιωτικής βοήθειας στην Αίγυπτο. Οι εισαγγελείς είχαν υποστηρίξει ότι ο πρώην γερουσιαστής χρησιμοποίησε τη θέση του για να εξυπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα, ενώ η υπεράσπισή του είχε προσπαθήσει να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο.
Αν και οι συνήγοροι του Μενέντεζ ισχυρίστηκαν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που εξετάστηκαν από τους ένορκους περιείχαν κρίσιμες πληροφορίες που θα έπρεπε να είχαν αποκλειστεί, το δικαστήριο αποφάσισε ότι το λάθος δεν ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει την ακύρωση της απόφασης. Ως εκ τούτου, οι εισαγγελικές αρχές ζητούν να επιβληθεί ποινή κάθειρξης 15 ετών για τον πρώην γερουσιαστή, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα των κατηγοριών και των πράξεών του.
Η απόφαση αυτή σηματοδοτεί μια σημαντική εξέλιξη στην υπόθεση του Μπομπ Μενέντεζ, ο οποίος παραμένει κεντρικό πρόσωπο στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, παρά την καταδικαστική απόφαση που έχει λάβει.