Η εξάπλωση του ιού Μάρμπουργκ στην Τανζανία έχει προκαλέσει ανησυχία στην ιατρική κοινότητα, καθώς ο ιός, που συγκαταλέγεται στους πιο θανατηφόρους παθογόνους παράγοντες, έχει ήδη οδηγήσει σε οκτώ θανάτους από τα εννέα επιβεβαιωμένα κρούσματα. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια ή θεραπείες για την ασθένεια, εντείνει την ανησυχία των υγειονομικών αρχών, οι οποίες επικεντρώνονται στη διαχείριση των συμπτωμάτων για να ενισχύσουν την πιθανότητα επιβίωσης των ασθενών.
Ο Μάρμπουργκ προκαλεί αιμορραγικό πυρετό, ο οποίος καταστρέφει τα όργανα και τα αιμοφόρα αγγεία, προκαλώντας έντονες εσωτερικές αιμορραγίες και εξωτερική αιμορραγία από μάτια, στόμα και αυτιά. Η μετάδοση του ιού γίνεται μέσω επαφής με σωματικά υγρά μολυσμένων ατόμων, μολυσμένων αντικειμένων ή άγριων ζώων. Οι αρχές της Τανζανίας έχουν θέσει σε συναγερμό τις υγειονομικές υπηρεσίες στην περιοχή Καγκέρα, όπου καταγράφηκαν όλα τα κρούσματα, και παρακολουθούν στενά την κατάσταση σε γειτονικές χώρες όπως η Ρουάντα και το Μπουρούντι, λόγω της ανησυχίας ότι ο ιός μπορεί να εξαπλώνεται ασυμπτωματικά.
Η κατάσταση στην Τανζανία χαρακτηρίζεται από τη δύσκολη διάγνωση του αιμορραγικού πυρετού Μάρμπουργκ, καθώς τα συμπτώματα σε πρώιμο στάδιο είναι παρόμοια με άλλες τροπικές ασθένειες, όπως ο Έμπολα ή η ελονοσία. Ο δείκτης θνησιμότητας του ιού είναι εξαιρετικά υψηλός, φτάνοντας το 88%, γεγονός που καθιστά την ασθένεια εξαιρετικά επικίνδυνη. Η έξαρση του ιού στην Τανζανία ακολουθεί την πρόσφατη επιδημία στη γειτονική Ρουάντα, η οποία είχε καταγράψει 66 κρούσματα, εκ των οποίων το 80% αφορούσε υγειονομικούς εργαζόμενους.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναφέρει ότι αναμένονται περαιτέρω κρούσματα και ότι οι διαδικασίες επιτήρησης της ασθένειας βελτιώνονται. Η ανίχνευση και απομόνωση των κρουσμάτων, ωστόσο, παραμένει δύσκολη λόγω της καθυστερημένης αντίδρασης και της έλλειψης πλήρους πληροφόρησης για την τρέχουσα επιδημία. Η περιφερειακή απειλή παραμένει υψηλή, κυρίως λόγω της στρατηγικής θέσης της περιοχής Καγκέρα, η οποία συνδέει τη χώρα με γειτονικές περιοχές και αποτελεί σημείο διέλευσης πληθυσμών από χώρες όπως η Ρουάντα, η Ουγκάντα και το Μπουρούντι. Παρά την περιφερειακή απειλή, ο παγκόσμιος κίνδυνος εξακολουθεί να θεωρείται χαμηλός, καθώς η μετάδοση του ιού μεταξύ ανθρώπων απαιτεί στενή επαφή.