17 C
Athens
Πέμπτη, 30 Νοεμβρίου, 2023
More

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

    Ο Πρόεδρος της ΕΝΥΠΕΚΚ κ.Αλέξης Μητρόπουλος για τις συντάξεις αναπηρίας από κοινή νόσο.

    Με το άρθρο 26 του ν. 4997/2022 (ΦΕΚ Α 219) καθορίστηκαν εκ νέου οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο με ενιαίο ποσοστό για όλους τους ασφαλισμένους του e-ΕΦΚΑ τουλάχιστον 50%.
    Πιο συγκεκριμένα, με την παρ. 1 του άρθρου 26, μετά από το άρθρο 11 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α 85), προστέθηκε άρθρο 11Α με τίτλο «Σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο».
    Με την Εγκύκλιο 3/2023 (αριθ.πρωτ. 17675/13-1-2023) ο ΕΦΚΑ καθιστά σαφές ότι σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 4997/2022,  καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη που αφορά στους φορείς που έχουν ενταχθεί στον e-ΕΦΚΑ (με την επιφύλαξη της παρ. 3) και προβλέπει διαφορετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο από το άρθρο 11 του ν. 4387/2016,  που εξαιρούσε τις περιπτώσεις α, β και γ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951.
    Οι διατάξεις του άρθρου 26 ισχύουν από τη δημοσίευση του ν. 4997/2022 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (25-11-2022) ενώ, σύμφωνα με την παρ. 4 αυτού, οι εκκρεμείς στις 25-11-2022 αιτήσεις συνταξιοδότησης για κύρια σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο κρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 11Α του ν. 4387/2016.
    Εξάλλου, ο ΕΦΚΑ εξέδωσε πρόσφατα το υπ’αριθ.πρωτ. 427668/12-9-2023 γενικό έγγραφο με τίτλο «Ενιαίες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο. Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11Α του ν. 4387/2016, όπως προστέθηκε στο άρθρο 11 του νόμου αυτού με το άρθρο 26 του ν. 4997/2022» που δίνει οδηγίες και κατευθύνσεις για την εφαρμογή τής πολύ σημαντικής αυτής θεσμικής εξέλιξης.
    Ειδικότερα, από 25-11-2022, για τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο, ισχύουν για όλους τους ασφαλισμένους του e-ΕΦΚΑ όμοιες προϋποθέσεις κατ’εφαρμογή του άρθρου 11Α του ν. 4387/2016 που προστέθηκε με το άρθρο 26 του ν. 4997/2022, δηλαδή ισχύει ενιαίο καθεστώς για όλους τους ασφαλισμένους των φορέων κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον e-ΕΦΚΑ, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας πρώτης ασφάλισης.
    Από 25-11-2022, συνεπώς, καταργουμένης κάθε αντίθετης καταστατικής διάταξης, εφαρμόζονται καθολικά οι κανόνες συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 11Α του ν. 4997/2022, επί αρχικών αιτήσεων που υποβλήθηκαν από την ημερομηνία αυτή και μετά, επί αρχικών εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης κατά την ίδια ημερομηνία, καθώς και επί των αιτήσεων παράτασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος που έχει αναγνωριστεί για πρώτη φορά με τις εν λόγω διατάξεις. Κατ’ εξαίρεση, μεταβατικά μέχρι 31-12-2023, διατηρείται η ισχύς των καταστατικών διατάξεων του τέως Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) για τους ασφαλισμένους τού φορέα αυτού.
    Μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου, από 1-1-2024 εφαρμόζονται πλέον οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 4997/2022. Ειδικά για το έτος 2024, το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό αναπηρίας των ίδιων ασφαλισμένων καθορίζεται σε 59% ενώ από 1-1-2025 και στον τέως ΟΓΑ θα ισχύουν οι ίδιες βαθμίδες αναπηρίας, όπως και στους άλλους ενταχθέντες φορείς.
    2.Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από κοινή νόσο
    Σύμφωνα με το υπ’αριθ.πρωτ. 427668/12-9-2023 γενικό έγγραφο του e-ΕΦΚΑ, οι προϋποθέσεις που καθορίζουν το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας και πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά είναι:
    i)το ποσοστό αναπηρίας που προσδιορίζει τη βαθμίδα αναπηρίας
    Οι ασφαλισμένοι του e-ΕΦΚΑ δικαιούνται κύρια σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50%, που πιστοποιείται αποκλειστικά από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ). Κατ’ εξαίρεση, από 1-1-2024 (που το εν λόγω άρθρο θα εφαρμόζεται πλέον και στους ασφαλισμένους στον τέως ΟΓΑ) και μέχρι 31-12-2024, το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό αναπηρίας των ασφαλισμένων αυτών καθορίζεται σε 59%.
    Το ποσοστό αναπηρίας που προσδιορίζεται αποκλειστικά από το ΚΕΠΑ διακρίνεται σε:
    α- ποσοστό ιατρικής αναπηρίας, δηλαδή με βάση αμιγώς ιατρικά κριτήρια και
    β- ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας, δηλαδή ανάλογα με την επίδραση της αναπηρίας στην καθολική ικανότητα για άσκηση του συνήθους ή παρεμφερούς επαγγέλματος ή την ανάκτηση της ικανότητας αυτής.
    Στο γενικό έγγραφο του ΕΦΚΑ επισημαίνεται ότι στο απαιτούμενο για συνταξιοδότηση ελάχιστο ποσοστό αναπηρίας (50% ή για τους ασφαλισμένους στον τέως ΟΓΑ 59% για το έτος 2024) συμπεριλαμβάνεται και το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας.
    Το αρμόδιο ασφαλιστικό όργανο δύναται (δεν υποχρεούται) να προσαυξήσει το ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας που έχει προσδιορισθεί από το ΚΕΠΑ. Η προσαύξηση αυτή εκτιμάται με βάση κριτήρια αγοράς εργασίας ή κοινωνικά, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α, β και γ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (όπως ισχύει) περί του καθορισμού των βαθμίδων αναπηρίας.
    Ο τρόπος προσαύξησης του ποσοστού της ασφαλιστικής αναπηρίας καθορίζεται ανάλογα με την ημερομηνία πρώτης ασφάλισης, ως εξής:
    α- ασφαλισμένοι για πρώτη φορά πριν από 1-1-1993 («παλαιοί»): το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας δεν μπορεί να ξεπερνά τις 17 αυτοτελείς (ακέραιες) ποσοστιαίες μονάδες επί του ποσοστού που προσδιορίζεται με βάση τα ιατρικά κριτήρια.
    β- ασφαλισμένοι για πρώτη φορά μετά την 1-1-1993 («νέοι»): το συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας δεν δύναται να ξεπερνά τις 15 ποσοστιαίες μονάδες επί του ποσοστού που προσδιορίζεται με βάση τα ιατρικά κριτήρια.
    Στο υπ’αριθ.πρωτ. 427668/12-9-2023 γενικό έγγραφο του ΕΦΚΑ αποσαφηνίζεται ότι οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 11Α του ν. 4387/2016, που καθορίζουν το μέγιστο συνολικό ποσοστό ασφαλιστικής αναπηρίας για τους «παλαιούς» και τους «νέους» ασφαλισμένους, είναι εφαρμοστέες τόσο από τις Υγειονομικές Επιτροπές του ΚΕΠΑ όσο και από τα ασφαλιστικά όργανα.
    Ως προς τον καθορισμό των βαθμίδων αναπηρίας, έχουν εφαρμογή οι περιπτώσεις α, β και γ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (όπως ισχύει), όπου ορίζεται ότι: «5. α) Ο ασφαλισμένος θεωρείται βαριά ανάπηρος, αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένισης σωματικής ή πνευματικής, μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, ετήσιας τουλάχιστο διαρκείας κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες και τη μόρφωση του περισσότερο από το 1/5 του ποσού που συνήθως κερδίζει σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. β) Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, διάρκειας ενός έτους το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το 1/3 του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης. γ) Ο ασφαλισμένος θεωρείται μερικά ανάπηρος αν λόγω πάθησης ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εξάμηνης το λιγότερο κατά ιατρική πρόβλεψη διάρκειας, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες, τη μόρφωση και τη συνηθισμένη επαγγελματική του απασχόληση, περισσότερο από το 1/2 του ποσού που συνήθως κερδίζει στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μόρφωσης.».
    Συνεπώς:
    -η βαθμίδα βαριάς αναπηρίας αντιστοιχεί σε συνολικό ποσοστό 80% και άνω,
    -η βαθμίδα αναπηρίας (συνήθους) αντιστοιχεί σε συνολικό ποσοστό 67% μέχρι 79,99% και
    -η βαθμίδα μερικής αναπηρίας αντιστοιχεί σε συνολικό ποσοστό 50% μέχρι 66,99%
    Σε κάθε βαθμίδα αναπηρίας αντιστοιχεί ελάχιστη χρονική διάρκεια της αναπηρίας κατά ιατρική πρόβλεψη. Στη βαθμίδα βαριάς και συνήθους αναπηρίας  κατά ιατρική πρόβλεψη η ελάχιστη χρονική διάρκεια της αναπηρίας είναι ετήσια ενώ στη βαθμίδα μερικής αναπηρίας κατά ιατρική πρόβλεψη η ελάχιστη χρονική διάρκεια της αναπηρίας είναι εξάμηνη.
    ii)Οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις
    Οι ελάχιστες ημέρες ασφάλισης στον κύριο κλάδο, που πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί από τους ασφαλισμένους προκειμένου να δικαιούνται σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο, είναι οι ακόλουθες:
    α) τουλάχιστον 15 έτη ή 4.500 ημέρες ασφάλισης ή
    β) τουλάχιστον 5 έτη ή 1.500 ημέρες ασφάλισης, εκ των οποίων τουλάχιστον 2 έτη ή 600 ημέρες ασφάλισης να είναι εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν από την ημερομηνία έναρξης (επέλευσης) της αναπηρίας ή πριν από το έτος έναρξης της αναπηρίας. Αν κατά τη διάρκεια των πέντε (5) αυτών ετών οι ασφαλισμένοι έχουν επιδοτηθεί για ασθένεια ή ανεργία ή έχουν συνταξιοδοτηθεί, η πενταετής περίοδος επεκτείνεται για ίσο χρόνο με αυτόν της επιδότησης ή συνταξιοδότησης, ή
    γ) τουλάχιστον 1 έτος ή 300 ημέρες ασφάλισης, εάν δεν έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας. Οι 300 αυτές ΗΑ αυξάνονται προοδευτικά σε 1.500 με την προσθήκη 120 ΗΑ για κάθε έτος ηλικίας πέραν του 21ου και μέχρι τη συμπλήρωση του 31ου. Στην περίπτωση των ελευθέρων επαγγελματιών, η προσθήκη θα γίνεται με 5 μήνες ασφάλισης για κάθε έτος ηλικίας από το 21ο μέχρι και το 31ο.
    Όσον αφορά τους ασφαλισμένους με προϋπάρχουσα της πρώτης ασφάλισης αναπηρία, που έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους αλλά δεν έχουν συμπληρώσει 15 έτη ή 4.500 ΗΑ, εάν έχουν συμπληρώσει 5 έτη ή 1.500 ΗΑ (προκειμένου να συμπληρωθούν τα 2 έτη ή 600 ΗΑ εντός των τελευταίων 5 ετών πριν από την ημερομηνία έναρξης της αναπηρίας ή πριν από το έτος έναρξης της αναπηρίας, όπως ορίζει η διάταξη της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 11Α του ν. 4387/2016), οι ειδικές αυτές προϋποθέσεις θα αναζητούνται πριν από την ημερομηνία ή πριν από το έτος που πιστοποιείται η έναρξη της διάρκειας της αναπηρίας από την Επιτροπή του ΚΕΠΑ.
    iii)Η διακοπή τής βιοποριστικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου
    Εκτός από την προϋπόθεση του συντάξιμου ποσοστού αναπηρίας, θα πρέπει να ελέγχεται η με οποιονδήποτε τρόπο διακοπή της υπακτέας στην ασφάλιση εργασίας, απασχόλησης ή ιδιότητας των ασφαλισμένων που υποβάλλουν αίτηση για τη χορήγηση κύριας σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο.
    Αυτό απαιτεί ρητά η διάταξη του εδαφίου α της παρ 1 του άρθρου 11Α του ν. 4387/2016 αφού για τη χορήγηση σύνταξης από κοινή νόσο κατά την έννοια των διατάξεων των περ. α, β και γ της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, δεν αρκεί η επίκληση της αναπηρίας ως αιτίας συνταξιοδότησης, αλλά η πραγματική αδυναμία του ασφαλισμένου να κερδίζει από βιοποριστική εργασία περισσότερο από όσα δύναται να κερδίζει σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος.
    Έτσι, η διακοπή της βιοποριστικής δραστηριότητας, με σκοπό τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο, θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί το αργότερο την παραμονή της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης πιστοποίησης της αναπηρίας στην «Εθνική Πύλη Αναπηρίας», εφόσον τηρηθεί η προθεσμία της παρ. 10 του άρθρου 103 του ν. 4961/2022 και η ημερομηνία υποβολής τής αίτησης συνταξιοδότησης αναχθεί στην ημερομηνία υποβολής τής αίτησης στην «Εθνική Πύλη Αναπηρίας».
    Αλλιώς, δηλαδή αν η αίτηση συνταξιοδότησης δεν υποβληθεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της  Γνωστοποίησης Αποτελέσματος Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΓΑΠΑ),  η διακοπή της βιοποριστικής δραστηριότητας με σκοπό τη συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί το αργότερο την παραμονή της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Προκειμένου για ελεύθερους επαγγελματίες, η διακοπή του επαγγέλματος θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί το αργότερο έως το τέλος του προηγούμενου μήνα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
    Στο γενικό έγγραφο οδηγιών του ΕΦΚΑ επισημαίνεται επίσης ότι και τα πρόσωπα που εμφανίζουν ψυχική ή/και νοητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από 50%, οφείλουν να διακόπτουν τη βιοποριστική εργασία τους προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο με τις διατάξεις αυτές. Κι αυτό επειδή οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (ΦΕΚ Α 137) δεν αφορούν ασφαλισμένους αλλά ήδη συνταξιούχους, που εξακολουθούν να λαμβάνουν τις συνταξιοδοτικές παροχές ακόμα και αν εργάζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους, εφόσον η ανάληψη μισθωτής απασχόλησης ή η αυτοαπασχόληση ενδείκνυται για λόγους ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης και η κρίση αυτή πιστοποιείται με γνωμάτευση μονάδας ψυχικής υγείας
    Εξάλλου, κατισχύουν ως ειδικές οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3801/2009, σύμφωνα με τις οποίες «Το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, στο οποίο με απόφαση του φορέα ασφάλισης χορηγείται προσωρινή αναπηρική σύνταξη, θεωρείται ότι βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, χωρίς αποδοχές από την υπηρεσία, εφόσον η νόσος είναι ιάσιμη κατά την εκτίμηση της οικείας υγειονομικής επιτροπής.» Συνεπώς, στις περιπτώσεις αυτές, επειδή η υπακτέα στην ασφάλιση εργασία ουσιαστικά έχει διακοπεί με τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας χωρίς αποδοχές και δεν υπάρχει κώλυμα για τη χορήγηση σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο, η Υπηρεσία θα πρέπει να προβαίνει στην έκδοση της διοικητικής πράξης, με κοινοποίηση στον εργοδότη φορέα όπου υπάγεται ο ασφαλισμένος, προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3801/2009.
    3.Έναρξη δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο
    Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο αρχίζει από την ημέρα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (το συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας, ο απαιτούμενος αριθμός ημερών ασφάλισης και η διακοπή της βιοποριστικής δραστηριότητας).

    Στην περίπτωση, όμως, που η αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΚΕΠΑ ορίσει ότι η αναπηρία εκκινεί σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, το δικαίωμα συνταξιοδότησης αρχίζει από την ημερομηνία εκκίνησης της αναπηρίας.

    Προκειμένου για ελεύθερους επαγγελματίες, με διακοπή επαγγελματικής δραστηριότητας μεταγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής τής αίτησης συνταξιοδότησης, ο ΕΦΚΑ θεωρεί ότι το δικαίωμα της συνταξιοδότησης θα πρέπει να αρχίζει από την πρώτη ημέρα τού επόμενου μήνα τής διακοπής τής βιοποριστικής δραστηριότητας, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις. Το ζήτημα όμως αυτό, για τις συγκεκριμένες αυτές περιπτώσεις, χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεων από το ΥΠΕΚΑ.
    Στο πρόσφατο γενικό έγγραφο του ΕΦΚΑ με αριθ.πρωτ.  427668/12-9-2023 δίνεται έμφαση στο θέμα τής έναρξης συνταξιοδότησης και επισημαίνεται ότι η  διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 103 του ν. 4961/2022 εφαρμόζεται συνδυαστικά. Δηλαδή, αν η αίτηση συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο υποβληθεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της ΓΑΠΑ, η αίτηση συνταξιοδότησης ανάγεται στην ημερομηνία υποβολής τής αίτησης στην «Εθνική Πύλη Αναπηρίας».
    Προς περαιτέρω κατανόηση στο γενικό έγγραφο του ΕΦΚΑ δίνεται το παρακάτω παράδειγμα: Έστω ότι η αίτηση για πιστοποίηση της αναπηρίας υποβλήθηκε στην «Εθνική Πύλη Αναπηρίας» στις 10-12-2022 και η αίτηση για τη χορήγηση σύνταξης λόγω αναπηρίας στις 15-1-2023. Η γνωμάτευση ΚΕΠΑ εκδόθηκε στις 30-4-2023 και πιστοποίησε ότι η έναρξη της αναπηρίας τοποθετείται την 1-3-2023. Τότε το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας θεμελιώνεται την 1-3-2023.
    4.Διάρκεια δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο
    Η σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο καταβάλλεται για όσο χρονικό διάστημα ισχύει η πιστοποίηση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής του ΚΕΠΑ. Οι καταστατικές διατάξεις που καθορίζουν τις προϋποθέσεις ασφαλιστικής μονιμοποίησης της συνεχούς συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, εξακολουθούν να ισχύουν για τους ασφαλισμένους κάθε ΦΚΑ που εντάχθηκε στον e-ΕΦΚΑ, όπως και οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 2084/1992 (όπως ισχύει μετά το άρθρο 8 του ν. 3863/2010).
    Εάν συνταξιούχος, που είχε πιστοποιηθεί με ποσοστό αναπηρίας πάνω από 67% πριν από τη λήξη ισχύος τής πιστοποίησης, υποβάλει νέα αίτηση για πιστοποίηση της αναπηρίας του, προκειμένου να παραταθεί το διάστημα της συνταξιοδότησής του, η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη λήξη ισχύος τής πιστοποίησης και μέχρι την έκδοση νέας πιστοποίησης επί της νέας αίτησής του και πάντως για χρονικό διάστημα μέχρι και έξι (6) μήνες από την καταληκτική ημερομηνία τού προηγούμενου διαστήματος συνταξιοδότησης.
    Αν πιστοποιηθεί ότι φέρει μικρότερο ποσοστό αναπηρίας από το προηγούμενο κι έτσι η δικαιούμενη σύνταξη λόγω αναπηρίας είναι μικρότερη από αυτήν που έλαβε στο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη του προηγούμενου διαστήματος συνταξιοδότησής του, το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό σύνταξης εισπράττεται άτοκα και με συμψηφισμό (μηνιαία παρακράτηση επί των συνταξιοδοτικών παροχών που λαμβάνει εφεξής ο δικαιούχος). Η παρακράτηση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% των παροχών που λαμβάνει ο ασφαλισμένος σε μηνιαία βάση.
    Αν ο ασφαλισμένος δεν δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο βάσει του ποσοστού αναπηρίας που πιστοποιήθηκε με αφορμή την αίτηση για παράταση της συνταξιοδότησής του, τα ποσά σύνταξης που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως αναζητούνται σύμφωνα με τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ, ν. 4978/2022). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται για όλα τα επιδόματα και τις συντάξεις που χορηγούνται με αιτία την αναπηρία από κοινή νόσο από τον e-ΕΦΚΑ και τον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ).
    Η διάταξη αυτή, σύμφωνα με το γενικό έγγραφο του ΕΦΚΑ, αποσκοπεί στην απρόσκοπτη καταβολή των συντάξεων κι έτσι, τόσο στην περίπτωση αυτή όσο και σε κάθε περίπτωση που κρίνεται η παράταση του δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, οι Υγειονομικές Επιτροπές του ΚΕΠΑ οφείλουν να πιστοποιούν την αναπηρία των ασφαλισμένων από την επομένη της ημερομηνίας λήξης τής προηγούμενης πιστοποίησης ανεξάρτητα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους για νέα πιστοποίηση.
    5.Λήξη δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας
    Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο παύει:
    α) την επομένη της λήξης ισχύος τής πιστοποίησης, βάσει της οποίας πιστοποιήθηκε η αναπηρία του δικαιούχου, αν αυτή δεν παρατάθηκε ή δεν εκδόθηκε νέα πιστοποίηση βάσει της οποίας πιστοποιείται το ελάχιστο ποσοστό αναπηρίας που αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της σύνταξης λόγω αναπηρίας, ή
    β) αν διαπιστωθεί με νεώτερη πιστοποίηση ότι το ποσοστό αναπηρίας τού δικαιούχου είναι μικρότερο από το ελάχιστο ποσοστό αναπηρίας που αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της καταβαλλόμενης σύνταξης λόγω αναπηρίας.
    6.Αυτεπάγγελτη έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας
    Το αρμόδιο ασφαλιστικό όργανο του e-ΕΦΚΑ δύναται να ελέγχει αυτεπαγγέλτως, ανά πάσα στιγμή, τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο για κάθε ασφαλισμένο και να ζητεί οποτεδήποτε επανεξέτασή του από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΚΕΠΑ.
    7.Προϋπάρχουσα τής πρώτης ασφάλισης αναπηρία
    Όπως αναφέραμε παραπάνω, η αναπηρία πρέπει να είναι μεταγενέστερη της πρώτης ασφάλισης προκειμένου να κριθεί το δικαίωμα συνταξιοδότησης στις εν λόγω βαθμίδες αναπηρίας σύμφωνα με τις περιπτώσεις α, β και γ της παρ.5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951. Στην περίπτωση δ καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας των ασφαλισμένων για πρώτη φορά μετά την επέλευση της αναπηρίας, δηλαδή των ατόμων με «προϋπάρχουσα αναπηρία».
    Στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α 69) που αντικατέστησε την περίπτωση δ ορίζεται ότι: «Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος ή μερικά ανάπηρος κατά την έννοια των προηγούμενων εδαφίων, έστω και εάν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένηση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εφόσον όμως η μεταγενέστερη της ασφάλισης αναπηρία φθάνει τουλάχιστον το 40% της κατά περίπτωση αναπηρίας.»
    Τέλος, σύμφωνα με τη νέα διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 11Α του ν. 4387/2016, όπως προστέθηκε στο άρθρο 11 του νόμου αυτού με το άρθρο 26 του ν. 4997/2022, αν ο ασφαλισμένος είχε αναπηρία πριν από την υπαγωγή του στην ασφάλιση («προϋπάρχουσα αναπηρία»), θεωρείται άτομο με αναπηρία εφόσον η αναπηρία του επιδεινώθηκε μετά την ασφάλισή του και η μεταγενέστερη της υπαγωγής στην ασφάλιση αναπηρία («ποσοστό επιδείνωσης») φτάνει τουλάχιστον το 40% της αναπηρίας βάσει της οποίας ζητεί τη χορήγηση σύνταξης.
    Έτσι, προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη σε ασφαλισμένο με προϋπάρχουσα της ασφάλισης πάθηση, θα πρέπει η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, σε σχέση με την κατάστασή του όταν υπήχθη στην ασφάλιση, να ανέρχεται τουλάχιστον σε ποσοστό 20%. Το ποσοστό 20% ισούται με το 40% της βαθμίδας αναπηρίας με την οποία χορηγείται σύνταξη μερικής αναπηρίας με ποσοστό τουλάχιστον 50% (50 Χ 40% = 20%).
    Αντίστοιχα, προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη βαριάς αναπηρίας με συνολικό ποσοστό αναπηρίας 80%, θα πρέπει η επιδείνωση να ανέρχεται σε ποσοστό 32% (80 Χ 40% = 32%) και προκειμένου να χορηγηθεί σύνταξη συνήθους αναπηρίας με συνολικό ποσοστό αναπηρίας 67%, η επιδείνωση θα πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό 27% (67 Χ 40% = 26,8%).
    Το ποσοστό επιδείνωσης που απαιτείται ανάλογα με τη βαθμίδα τής χορηγούμενης σύνταξης δίνεται στον παρακάτω πίνακα:
    Επίσης, στο πρόσφατο υπ’αριθ.πρωτ. 427668/12-9-2023 γενικό έγγραφο του ΕΦΚΑ επισημαίνονται και τα εξής:
    i) Οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 4997/2022 καταλαμβάνουν αρχικές αιτήσεις που υποβλήθηκαν από 25-11-2022 και μετά, αρχικές εκκρεμείς αιτήσεις κατά την ίδια ημερομηνία, καθώς και αιτήσεις παράτασης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος που έχει αναγνωριστεί για πρώτη φορά με τις διατάξεις αυτές.
    Αρχικές αιτήσεις συνταξιοδότησης που είχαν υποβληθεί προγενέστερα και ήταν εκκρεμείς στις 25-11-2022, σε περίπτωση που δεν είχαν προϋποθέσεις συνταξιοδότησης κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος, θα πρέπει να εξετάζονται και με τις νέες διατάξεις. Αν θεμελιώνουν δικαίωμα, τα οικονομικά αποτελέσματα θα ανατρέχουν στην ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4997/2022 (25-11-2022) άλλως μεταγενέστερα, από την πλήρωση όλων των απαιτούμενων προϋποθέσεων.
    Αντιθέτως, θεμελιωμένα δικαιώματα με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις θα πρέπει να κριθούν σύμφωνα με αυτές, ακόμα και αν ήταν εκκρεμής αρχική αίτηση για την άσκησή τους κατά την ημερομηνία δημοσίευσης των νέων διατάξεων, όπως και στην περίπτωση που καταργήθηκε με τον ν. 4997/2022 η κρίσιμη για τη θεμελίωση του δικαιώματος αυτού διάταξη, όπως π.χ. η συνταξιοδότηση άνευ διακοπής επαγγέλματος με τις διατάξεις του ν. 3996/2011 ασφαλισμένου στο τέως. ΟΑΕΕ.
    ii) Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 όπως ισχύουν, τα μέλη οικογένειας θανόντος ασφαλισμένου δικαιούνται σύνταξη με κριτήριο τη συμπλήρωση του χρόνου ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις των περ. α, β και γ της παρ. 1 του άρθρου 11Α του ν. 4387/2016 θα ελέγχονται με βάση την ημερομηνία επέλευσης του θανάτου και όχι της αίτησης συνταξιοδότησης για την αιτία αυτή.
    Επομένως, κάθε αίτηση συνταξιοδότησης λόγω θανάτου ασφαλισμένου που επήλθε από 25-11-2022 και μετά, θα πρέπει να κριθεί ως προς τη συμπλήρωση των ασφαλιστικών προϋποθέσεων σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις. Αποφάσεις συνταξιοδότησης που εκδόθηκαν με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις θα πρέπει να επανεξετασθούν οίκοθεν ή/και κατόπιν αίτησης-όχλησης.
    iii) Υπάρχουν ειδικά ζητήματα, όπως η έναρξη συνταξιοδότησης των ελευθέρων επαγγελματιών, η πιστοποίηση της διακοπής επαγγέλματος για τους ασφαλισμένους του τέως ΟΓΑ, η διαχείριση περιπτώσεων παρατάσεων αναπηρίας παλαιών ασφαλισμένων με ποσοστό μικρότερο του 67%, που δεν ήταν συντάξιμο με τις προϊσχύουσες διατάξεις, καθώς και ως προς το ζήτημα της εργασίας των συνταξιούχων λόγω αναπηρίας μετά τη συνταξιοδότηση κ.λπ., χρήζουν πιο εξειδικευμένες διευκρινιστικές οδηγίες.
    Με το νέο νομικό καθεστώς της σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο αποκαθίσταται μια κατάφωρη αδικία σε βάρος των ελευθεροπαγγελματιών ασφαλισμένων οι οποίοι, ενώ με το προηγούμενο καθεστώς έπρεπε να είχαν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% (σε αντίθεση με τους άλλους ασφαλισμένους), τώρα δικαιούνται να αιτηθούν συνταξιοδότηση με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50%.

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

    Latest Posts

    ΑΛΛΑ ΝΕΑ...

    STAY IN TOUCH

    TO BE UPDATED WITH ALL THE LATEST NEWS, OFFERS AND SPECIAL ANNOUNCEMENTS.