Ο Διοικητής του στρατού των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, υποστράτηγος Χοσεΐν Σαλαμί, προειδοποίησε με σφοδρά αντίποινα κατά των ΗΠΑ, εν μέσω των συνεχιζόμενων αμερικανικών αεροπορικών επιδρομών στη Υεμένη. Οι επιδρομές, που έλαβαν χώρα το Σάββατο, είχαν στόχο στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Χούθι και αποτέλεσαν την κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής δράσης κατά των ανταρτών, οι οποίοι φέρονται να χρηματοδοτούνται από το Ιράν.
Σύμφωνα με τον Σαλαμί, η Τεχεράνη είναι έτοιμη να αντιδράσει αποφασιστικά και καταστροφικά σε οποιονδήποτε εχθρό προχωρήσει σε απειλητικές ενέργειες κατά της χώρας. Η απειλή αυτή ήρθε σε απάντηση της αυξανόμενης έντασης στην περιοχή και της συνεχούς αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, η οποία έχει προκαλέσει ανησυχία για τη σταθερότητα στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας και της Υεμένης.
Το υπουργείο Υγείας των Χούθι ανέφερε τουλάχιστον 31 νεκρούς και 101 τραυματίες από τις αμερικανικές επιδρομές, οι οποίες είχαν στόχο την ανατροπή της στρατηγικής των Χούθι στην Υεμένη. Οι Χούθι δήλωσαν ότι οι επιθέσεις δεν θα μείνουν ατιμώρητες και υποσχέθηκαν να απαντήσουν με σφοδρότητα. Από την άλλη πλευρά, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να πραγματοποιεί επιδρομές εναντίον των Χούθι, οι οποίοι θεωρούνται τρομοκρατική οργάνωση. Ειδικότερα, ο Τραμπ υποστήριξε ότι οι Χούθι εκτόξευσαν πυραύλους κατά αμερικανικών στρατιωτικών στόχων, προκαλώντας σοβαρούς κινδύνους για τις ζωές των Αμερικανών και των συμμάχων τους.
Οι ΗΠΑ φαίνεται να επιδιώκουν την απομόνωση των Χούθι, ενώ η Ιρανική πλευρά συνεχίζει να υποστηρίζει την ισχυρή παρουσία των Χούθι στην περιοχή, κάτι που συνδέεται με τις πολιτικές και στρατηγικές φιλοδοξίες του Ιράν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Abbas Araghchi, επανέλαβε ότι η Τεχεράνη δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα των ΗΠΑ να επιβάλλουν την πολιτική τους στο Ιράν, ενώ κάλεσε την αμερικανική κυβέρνηση να σταματήσει την υποστήριξη της ισραηλινής πολιτικής και να τερματίσει την «τρομοκρατία» στην Υεμένη.
Η κλιμάκωση της στρατιωτικής έντασης στη συγκεκριμένη περιοχή, καθώς και η συμμετοχή της Ρωσίας στο ζήτημα, εντείνουν την ανησυχία για τη συνέχιση της σύγκρουσης και τις πιθανές συνέπειες για την περιοχή και την παγκόσμια πολιτική ισορροπία.