Στα σκοτεινά βάθη των σπηλαίων της Ιρλανδίας, μια ανατριχιαστική ανακάλυψη αποκαλύφθηκε, που θα μπορούσε να έχει βγει κατευθείαν από ταινία τρόμου.
Επιστήμονες ανακάλυψαν έναν νέο μύκητα, με το όνομα Gibellula attenboroughii, ο οποίος έχει την ικανότητα να μετατρέπει αράχνες σε “ζόμπι”. Η ανακάλυψη αυτή πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια γυρισμάτων της σειράς Winterwatch του BBC και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ο μύκητας ελέγχει τις αράχνες, οδηγώντας τες να εγκαταλείψουν τα καταφύγιά τους και να πεθάνουν σε εκτεθειμένες θέσεις, αυξάνοντας έτσι τη διασπορά των σπόρων του μύκητα.
Η αράχνη που επηρεάζεται από αυτόν τον μύκητα ανήκει στο είδος Metellina merianae και συνήθως κρύβεται στις σκοτεινές γωνιές των σπηλαίων. Ωστόσο, όταν μολυνθεί από τον Gibellula attenboroughii, η συμπεριφορά της αλλάζει δραματικά. Οι αράχνες αρχίζουν να κινούνται προς τα ψηλά, στα ταβάνια των σπηλαίων ή άλλες εκτεθειμένες περιοχές, όπου τελικά πεθαίνουν. Αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς υποδηλώνει πως ο μύκητας χρησιμοποιεί χημικά σήματα ή άλλους μηχανισμούς για να επηρεάσει τη συμπεριφορά των αραχνών, κάτι που θυμίζει παρόμοιες περιπτώσεις, όπως τα “ζόμπι” μυρμήγκια που επηρεάζονται από το μύκητα Ophiocordyceps στο τροπικό δάσος της Βραζιλίας.
Η έρευνα έδειξε πως ο Gibellula attenboroughii δεν περιορίζεται μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά βρέθηκε και σε σπηλαιακά συστήματα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και στην Ουαλία. Οι ερευνητές εξέτασαν δείγματα από διάφορες περιοχές και παρατήρησαν πως οι μορφές του μύκητα ποικίλλουν ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Σε ένα εγκαταλελειμμένο χώρο αποθήκευσης πυρίτιδας, για παράδειγμα, οι σπόροι του μύκητα σχηματίζουν στήλες και χάνουν το χρώμα τους λόγω της απουσίας φωτός και της αδυναμίας κυκλοφορίας αέρα.
Το όνομα του μύκητα τιμά τον Sir David Attenborough, τον διάσημο φυσιοδίφη και παρουσιαστή των προγραμμάτων του BBC για τη φύση, αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά του στην προώθηση της επιστημονικής γνώσης και της αγάπης για το περιβάλλον. Η ανακάλυψη αυτή προσθέτει νέες γνώσεις στον τομέα των μυκήτων και ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω έρευνα, η οποία θα μπορούσε να έχει εφαρμογές στην ιατρική και τη βιοτεχνολογία.