Η μεγάλη ζήτηση για το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» έχει δημιουργήσει σειρά από απρόβλεπτες καταστάσεις και «καραμπόλες» μεταξύ των ενδιαφερομένων. Το πρόγραμμα στοχεύει στην αγορά στέγης από 20.000 δικαιούχους, όμως, με πάνω από 120.000 αιτήσεις, οι προτεραιότητες στη δανειοδότηση μεταβάλλονται συνεχώς λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας κατοικιών.
Πρακτικά, η κατάσταση είναι περίπλοκη, καθώς όποιος έχει ήδη βρει κατοικία που πληροί τις προϋποθέσεις του προγράμματος παίρνει προτεραιότητα έναντι άλλου δικαιούχου που μπορεί να έχει υποβάλει αίτηση νωρίτερα, αλλά δεν έχει εντοπίσει ακόμα το σπίτι του. Ουσιαστικά, η αναζήτηση κατοικίας μέσα στα όρια του προγράμματος (με ηλικία από το 2007 και πίσω, σωστά τετραγωνικά, λογικές τιμές) επηρεάζει άμεσα τη σειρά δανειοδότησης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σύμφωνα με την υπουργό Σοφία Ζαχαράκη, περίπου το 70% των 120.000 αιτούντων έχουν λάβει τη βεβαίωση επιλεξιμότητας, δηλαδή περίπου 84.000 άτομα συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία εύρεσης και αγοράς κατοικίας, κάτι που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Αναφορικά με τις περιοχές, η διαθεσιμότητα ακινήτων στην Αττική κυμαίνεται γύρω στις 63.500 κατοικίες με τιμές που δεν ξεπερνούν τις 250.000 ευρώ, εκ των οποίων τα δάνεια φτάνουν έως και 190.000 ευρώ. Στο κέντρο της Αθήνας, περιοχές όπως η Πατησίων, η Κυψέλη, οι Αμπελόκηποι και το Παγκράτι διαθέτουν περισσότερα ακίνητα, ενώ σε περιοχές όπως τα Βριλήσσια, η Κηφισιά και το Μαρούσι η διαθεσιμότητα είναι περιορισμένη. Στα Βριλήσσια, για παράδειγμα, από τα 727 διαθέσιμα σπίτια, μόλις 31 πληρούν τις προϋποθέσεις του προγράμματος.
Αξιολόγηση των αιτήσεων θα γίνει βάσει της πιστοληπτικής ικανότητας των δικαιούχων και του εισοδήματός τους. Αυτό σημαίνει ότι, για παράδειγμα, αν μια κατοικία κοστίζει 200.000 ευρώ, το δάνειο μπορεί να καλύψει μέχρι και 180.000 ευρώ, με τον δανειολήπτη να πληρώνει τα υπόλοιπα. Αν η αξία του ακινήτου φτάνει τα 250.000 ευρώ, το μέγιστο ποσό δανείου είναι 190.000 ευρώ και τα υπόλοιπα καλύπτονται από τον αγοραστή.
Η έντονη ζήτηση και οι περιορισμένοι πόροι κάνουν την επιτυχία του προγράμματος πιο αβέβαιη, δημιουργώντας αβεβαιότητα για τους δικαιούχους που προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια κατοικία στα όρια των προϋποθέσεων του προγράμματος.