Το πρόγραμμα «Stargate» αποτελεί το νέο φιλόδοξο σχέδιο της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ για την ενίσχυση της τεχνητής νοημοσύνης (AI) στις Ηνωμένες Πολιτείες, με προβλεπόμενες επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η ανακοίνωση έγινε την Τρίτη στον Λευκό Οίκο, παρουσία ηγετικών στελεχών από τις εταιρείες Oracle, SoftBank, OpenAI και άλλων σημαντικών επενδυτών.
Ο Μασαγιόσι Σον, διευθύνων σύμβουλος της SoftBank, ανέφερε ότι η κοινοπραξία θα ξεκινήσει άμεσα με επενδύσεις ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με στόχο την πλήρη ανάπτυξη των υποδομών μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ο πρόεδρος της Oracle, Λάρι Έλισον, αποκάλυψε ότι οι επενδύσεις θα επικεντρωθούν κυρίως στην κατασκευή και ανάπτυξη κέντρων δεδομένων (data centers), με τα πρώτα να βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή στο Τέξας.
Το πρόγραμμα «Stargate» έρχεται να καλύψει την αυξανόμενη ανάγκη για προηγμένες δυνατότητες αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων, που απαιτεί η ανάπτυξη της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης και του «υπολογιστικού νέφους». Τα νέα data centers, που υποστηρίζονται από την OpenAI και άλλους σημαντικούς επενδυτές, θα δημιουργήσουν φυσικές και ψηφιακές υποδομές, συμβάλλοντας στην επόμενη γενιά τεχνολογιών AI.
Η δημιουργία του «Stargate» αναμένεται να προσφέρει άμεσα πάνω από 100.000 θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Ντόναλντ Τραμπ. Οι επενδύσεις αυτές, όπως υποστήριξε ο Αμερικανός πρόεδρος, στοχεύουν στην ενίσχυση της αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας, αποτρέποντας τη διαρροή κεφαλαίων προς την Κίνα ή άλλες χώρες.
Η ανακοίνωση του προγράμματος προκάλεσε ενθουσιασμό στις αγορές, με τη μετοχή της SoftBank να σημειώνει άνοδο 10,61% στο χρηματιστήριο του Τόκιο. Επιπλέον, ο αμερικανικός κολοσσός ημιαγωγών Nvidia θα συμμετάσχει στο έργο, προσφέροντας κρίσιμη τεχνογνωσία για την ανάπτυξη των νέων υποδομών.
Το «Stargate» σηματοδοτεί επίσης μια σημαντική καμπή για την OpenAI, καθώς αποκτά ανεξαρτησία από τις υποδομές της Microsoft, παρόλο που διατηρεί τη συνεργασία της με τον τεχνολογικό κολοσσό. Η κίνηση αυτή συνοδεύτηκε από την ακύρωση προηγούμενων ρυθμίσεων της κυβέρνησης Μπάιντεν, επιβεβαιώνοντας μια πιο ελαστική προσέγγιση στη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης.