Όλο και περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν μια παράξενη αίσθηση εσωτερικής απάθειας και συναισθηματικού κενού, μια κατάσταση που η επιστήμη έχει αρχίσει να ερμηνεύει.
Στις καθημερινές μας στιγμές, συχνά αντιλαμβανόμαστε αυτή τη συναισθηματική αποσύνδεση. Για παράδειγμα, βγαίνεις με την παρέα σου έπειτα από καιρό, όμως όταν κάθεστε στο τραπέζι, όλα φαίνονται προβλέψιμα. Τα κινητά δονείται συνεχώς, τα stories και τα μηνύματα κυριαρχούν, και τελικά διαπιστώνεις ότι η πραγματική επικοινωνία έχει αντικατασταθεί από την ανάγκη για «απόδειξη» — ένα screenshot, ένα βίντεο, ένα ηχητικό μήνυμα. Πλέον δεν αρκεί να πεις κάτι· πρέπει να το δείξεις.
Ίσως πάλι να κοιτάς βιτρίνες και διαφημιστικά σλόγκαν χωρίς να σου προκαλούν καμία αντίδραση. Δεν είναι θέμα ηλικίας ούτε ωρίμανσης. Μπορεί να έχεις την υγεία σου, φίλους, σταθερότητα — και όμως να νιώθεις ότι σου λείπει κάτι ουσιαστικό, ένα αίσθημα ζωντάνιας που μοιάζει να έχει χαθεί.
Η ιστορικός Μπελέν Μπρίθιο επιχειρεί να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, βασισμένη στη θεωρία του Γάλλου φιλοσόφου Gilles Lipovetsky, όπως παρουσιάζεται στο έργο του «Η εποχή του κενού». Ο Lipovetsky περιέγραψε ήδη από το 1983 την είσοδο στη μεταμοντέρνα εποχή, όπου τα μεγάλα ιδανικά —θρησκεία, πολιτική, πρόοδος— έχασαν τον ρόλο τους ως πηγή νοήματος. Ζούμε, λέει, σε μια κοινωνία «αυτόνομου ατομικισμού», όπου ο καθένας κυνηγά την προσωπική του ευτυχία, την εικόνα του, το συναίσθημά του.

Όπως σημειώνει η Μπρίθιο: «Για αιώνες, ο κόσμος έβρισκε νόημα στο συλλογικό. Ο 20ός αιώνας τα ανατρέπει όλα. Η θρησκεία χάνει την εξουσία της, η πολιτική γεμίζει διαφθορά, η πρόοδος φέρνει ρύπανση και στρες. Η ζωή γίνεται πιο άνετη, αλλά και πιο μοναχική».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκε η νέα αφήγηση: «Μην αλλάζεις τον κόσμο, άλλαξε εσύ τον εαυτό σου». Έτσι άνθισε η κουλτούρα της αυτοβελτίωσης, η διαρκής προσπάθεια για εξέλιξη και έλεγχο. Ο άνθρωπος έγινε το δικό του «project», αλλά μαζί με αυτή την ελευθερία ήρθε και ένα νέο βάρος — η ευθύνη του να είναι διαρκώς ευτυχισμένος.
Ο Lipovetsky μίλησε για έναν «συλλογικό ναρκισσισμό», όπου δεν καταναλώνουμε μόνο προϊόντα, αλλά και συναισθήματα, εικόνες, ταυτότητες. Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία υπερδιέγερσης, γεμάτη ερεθίσματα αλλά φτωχή σε πραγματική συγκίνηση.
Η σκέψη αυτή θυμίζει τη φράση του Νίτσε «ο Θεός είναι νεκρός». Το κενό δεν πηγάζει μόνο από την απώλεια της πίστης, αλλά και από την εξαφάνιση των μεγάλων αξιών που έδιναν κατεύθυνση στη ζωή. Χωρίς αυτές, κυριαρχεί η αίσθηση του τίποτα, αυτό που ονομάζουμε νιχιλισμό.
![]()
Η ψυχική κόπωση που νιώθουμε δεν είναι τυχαία — είναι προειδοποίηση ότι οι πράξεις και οι σκέψεις μας δεν συμβαδίζουν με τα πραγματικά μας συναισθήματα. Το ζητούμενο δεν είναι να δείχνουμε πάντα έντονα συναισθήματα, αλλά να ζούμε αυθεντικά.
Η ουσιαστική ευημερία δεν βρίσκεται στα φίλτρα, στις ειδοποιήσεις ή στις επιτυχίες που μετριούνται με likes, αλλά στη σύνδεση με ό,τι είναι αληθινό. Να νιώθουμε, χωρίς να προσποιούμαστε, και να βρίσκουμε το νόημα όχι στην υπερβολή, αλλά στην απλότητα.
